- μισθαποδοσία
- μισθαποδοσία, ἡ (ΑΜ) [μισθαποδότης]1. καταβολή μισθού, αμοιβή2. ανταμοιβή, ανταπόδοσημσν.θεϊκή ανταμοιβή στη μέλλουσα ζωήαρχ.ποινή, τιμωρία («πᾶσα παράβασις καὶ παρακοή ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν», ΚΔ).
Dictionary of Greek. 2013.